Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θεσιάζω
ρήμα μεταβατικό

variante di [θυσιάζω]

θυσιάζομαι
ρήμα παθητικό

sacrifica`rsi, dare la vita θυσιάστηκε για να τον σώσει == si è sacrificato, ha dato la vita per salvarlo

θυσιάζω  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

sacrifica`re ((anche in senso figurato)) θυσιάζω ένα ερίφιο == sacrificare un capretto | θυσίασε τη ζωή του για την πατρίδα του == ha sacrificato la vita per la patria | θυσίασε ακόμη και την υπόληψή του == ha sacrificato persino la propria reputazione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θεσιά θεσιαστήρι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---