Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθεσμοί
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός le istituzi`oni ~fp~, i princi`pi ~mp~ giuri`dici fondamenta`li di uno stato θεσμός ουσιαστικό αρσενικό istituzio`ne, istitu`to o θεσμός του γόμoυ == l'istituzione del matrimonio | o θεσμός της oικoγένειας == l'istituto della famiglia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |