Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Θεσσαλονικαία
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [Θεσσαλονικαίος]

Θεσσαλονικαίος
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [Θεσσαλονικιός]

Θεσσαλονικιά
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [Θεσσαλονικιός]

Θεσσαλονικιός  
ουσιαστικό αρσενικό

abita`nte ~m~~f~ della città di Saloni`cco

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θεσσαλικός Θεσσαλονίκη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---