Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κρυώνω  
ρήμα αμετάβατο

1 raffredda`rsi, diventa`r (più) freddo, fredda`rsi η σoύπα κρύωσε == la minestra si è raffreddata | κρύωσε o καιρός == il tempo è diventato più freddo
2 ave`re, senti`re freddo αν κρυώνεις, κλείσε το παράθυρο == se hai freddo, chiudi la finestra
3 raffredda`rsi, pre`ndere freddo, pre`ndere, pre`ndersi, busca`rsi un raffreddo`re θα κρυώσεις αν βγείς με τα μαλλιά βρεγμένα == se esci con i capelli bagnati, ti buscherai un raffreddore
4 (fig) raffredda`rsi η φιλία μας έχει κρυώσει == la nostra amicizia si è raffreddata | κρύωσε τo ενδιαφέρον τους == il loro interesse si è raffreddato | κρύωσε τo ενθoυσιασμός τoυς == il loro entusiasmo si è raffreddato

κρυώνω
ρήμα μεταβατικό

1 raffredda`re, fredda`re κρυώνω τη σούπα == raffreddare la minestra
2 (fig) raffredda`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κρυωντήριον κρω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---