Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κτενίζομαι
ρήμα παθητικό

variante di [χτενίζομαι]

κτενίζω  
ρήμα μεταβατικό

variante di [χτενίζω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κτενιαίος Κτενοφόρα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---