Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
κρώξιμο
ουσιαστικό ουδέτερο
1
gracchiame`nto ~m~
2
gra`cchio ~m~
3
gracidi`o ~m~
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< κρώζω
κτενιαίος >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
κρυώνω
{κρύω-σα, ...
κρυώνω
{κρύω-σα, ...
κρω
[ρ. μτβ.]
κρωγμός
[ουσ αρσ ]
κρώζω
{έκρωξα} (...
κρώξιμο
[ουσ ουδ.]
κτενιαίος
[επίθ.]
κτενίζομαι
[ρ. παθ.]
κτενίζω
[ρ. μτβ.]
Κτενοφόρα
[ουσ ουδ πληθ.]
κτερίσματα
[ουσ ουδ πληθ.]
κτήμα
{κτήμ-ατος...
κτηματαγορά
[θηλ.ουσ]
κτηματίας
{κτηματιών...
κτηματικός
[επίθ.]
κτηματολογικός
[επίθ.]
κτηματολόγιο
{κτηματολο...
κτηματομεσίτης
{κτηματομε...
κτηματομεσιτικός
[επίθ.]
κτηνάνθρωπος
{κτηνανθρώ...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis