Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκτήμα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 ciò ~m~ che si possie`de, proprietà ~f~ αυτό είναι κτήμα μου, και δεν το αγγίζει κανείς! == questo è di mia proprietà, e non lo deve toccare nessuno! 2 proprietà ~f~, possedime`nto ~m~, terre`no ~m~, campo ~m~ κληρoνόμησε ένα κτήμα στην Κρήτη == ha ereditato un terreno a Creta | δουλεύω στα κτήματα == lavorare nei campi | με θεωρεί κτήμα του == mi considera di sua proprietà χτήμα ουσιαστικό ουδέτερο variante di [κτήμα] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |