Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κρούγω
ρήμα μεταβατικό

variante di [κρούω]

κρούω  
ρήμα μεταβατικό

1 ((arcaico)) ba`ttere, picchia`re κρoύω την θύραν == battere alla porta
2 ((arcaico)) di strumenti musicali pizzica`re, suona`re κρούω τον κώδωνα του κινδύνου == mettere in guardia, mettere sull'avviso

κρω
ρήμα μεταβατικό

variante di [κρούω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κρούβω κρουνηδόν  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---