Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κρύβομαι
ρήμα παθητικό

nasco`ndersi, cela`rsi κρύφτηκε κάτω απ'το τραπέζι == si è nascosto sotto il tavolo | κάτι κρύβεται πίσω απ' αυτό == c'è sotto qualcosa, gatta ci cova | κρύβoμαι πίσω από το δάχτυλό μoυ == nascondersi dietro un dito

κρυβούμαι
ρήμα παθητικό

variante di [κρύβομαι]

κρύβω  
ρήμα μεταβατικό

nasco`ndere, cela`re ((anche in senso figurato)) πoύ έχεις κρύψει τα λεφτά; == dove hai nascosto i soldi? | μου έκρυψε την αλήθεια == mi ha nascosto la verità | θάμνοι έκρυβαν την είσοδο της σπηλιάς == cespugli celavano l'ingresso della grotta | δεν σου κρύβω ότι ανησυχώ πολύ == non ti nascondo di essere molto preoccupato | κρύβω τα συναισθήματά μου == celare i propri sentimenti | κρύβει την ηλικία του == non rivela mai la sua vera età | κρύβε λόγια! == acqua in bocca!

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κρύβγω κρυγιάδα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---