Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κρυάδα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 freddu`ra ~f~ insipida, battu`ta ~f~, barzelle`tta ~f~ stupida
2 2 (al pl) brividi έχω κρυάδες == avere i brividi

κρυάδες
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός

bri`vidi ~mp~ έχω κρυάδες == avere i brividi

κρυγιάδα
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [κρυάδα]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κρύα κρυαναισθησία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---