Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κρύγιο
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [κρύο]

κρύο  
ουσιαστικό ουδέτερο

freddo ~m~ κάνει κρύο == fa freddo

κρύα
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

il freddo ~m~, i freddi ~mp~ με τα πρώτα κρύα == ai primi freddi | έπιασαν τα κρύα == è arrivato il freddo | έμεινε στα κρύα του λουτρού == è rimasto con un pugno di mosche in mano, è rimasto con un palmo di naso | παρατώ, αφήνω στα κρύα του λουτρού == piantare in asso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κρυγιαίνω κρυγιός  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


πλάκωσαν τα κρύα = è arrivato il freddo


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---