Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κρυόκωλος  
επίθετο

((gergale)) di persona freddo, insu`lso, insi`pido, che non sa di nie`nte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κρυοθεραπεία κρυόλιθος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---