Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
κρυόπλαστος
επίθετο
di persona
freddo, insu`lso, insi`pido
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< κρυοπάγημα
κρυοπληξία >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
κρυομετρικός
[επίθ.]
κρυόμετρο
[ουσ ουδ.]
κρυόμπλαστρος
[επίθ.]
κρυονική
[θηλ.ουσ]
κρυοπάγημα
{κρυοπαγήμ...
κρυόπλαστος
[επίθ.]
κρυοπληξία
{κρυοπληξι...
κρύος
[επίθ.]
κρυοσκοπία
{χωρ. πληθ...
κρυοσκοπικός
[επίθ.]
κρυοσκόπιο
{κρυοσκοπί...
κρυοστάτης
{κρυοστατώ...
κρυοχειρουργική
[θηλ.ουσ]
κρυοχειρουργικός
[επίθ.]
κρυοχειρούργος
[ουσ αρσ ]
κρυοχημεία
[θηλ.ουσ]
κρύπτη
{κρυπτών}
Κρυπτόγαμα
{κρυπτογάμ...
κρυπτογαμία
[θηλ.ουσ]
κρυπτογαμικός
[επίθ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis