Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκρύωμα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 il raffreddare ~m~, il raffreddarsi ~m~ 2 raffreddo`re ~m~ αρπάζω κρύωμα == prendere, prendersi, buscarsi un raffreddore permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |