Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κούτσουρο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 toppo ~m~, ceppo ~m~
2 ceppo ~m~, cio`cco ~m~ ρίχνω κoύτσουρα στη φωτιά == mettere dei ciocchi nel camino
3 (fig) ignora`nte ~m~, a`sino ~m~, soma`ro ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κουτσουρεύω κουτσοφλέβαρος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---