Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκουτσουρεύω
ρήμα μεταβατικό 1 taglia`re i rami, scamozza`re 2 (fig) taglia`re, ridu`rre, mutila`re o εκδότης κoυτσούρεψε το μυθιστόρημά του == l'editore gli ha mutilato il romanzo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |