Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κουφαμάρα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 sordità ~f~
2 dure`zza ~f~ d'ore`cchio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κουφαλούπης κουφαμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---