Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κουφό  
ουσιαστικό ουδέτερο

((gergale)) assurdità ~f~, cosa ~f~ assu`rda, disco`rsi ~mp~ strampala`ti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κούφιος κουφόβραση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---