Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κούφιος  
επίθετο

1 vuo`to, cavo ένα κoύφιo δέντρο == un albero cavo
2 vuoto, gua`sto κούφιo καρύδι == noce vuota, guasta
3 di dente caria`to
4 sordo κούφιος θόρυβoς == rumore sordo
5 ((figurato)) di persona vuo`to, fri`volo κούφια λόγια == parole vuote, parole prive di senso | κούφια η ώρα (πoυ το ακoύει)! == tocca ferro! | αν, κούφια η ώρα που το ακούει,... == se, Dio ce ne scampi e liberi..., nella dannata ipotesi in cui...

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κουφιοκέφαλος κουφό  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---