Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκούφωμα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 incavatu`ra ~f~, cavità ~f~ 2 di porte, finestre vano ~m~ 3 ((specialmente al plurale)) fine`stra ~f~/porta ~f~ con gli infi`ssi; gli infi`ssi ~mp~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |