Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκοφτερός
επίθετο tagliente κοφτερή λεπίδα == lama tagliente | κοφτερό μυαλό == mente acuta κοφ§τε§ρό§τα§τος επίθετο superlativo di [κοφτερός] κοφ§τε§ρό§τε§ρος επίθετο comparativo di [κοφτερός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |