Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κοχλάζω  
ρήμα αμετάβατο

ribolli`re, bolli`re ((anche in senso figurato)) το νερό κοχλάζει == l'acqua sta bollendo | κοχλάζω από την αγανάκτηση == il sangue mi ribolle per lo sdegno

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κοχλάδι κοχλάζων  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---