Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκόφτης
ουσιαστικό αρσενικό 1 attrezzo taglie`tto ~m~, tronche`se ~m~ 2 persona tagliato`re ~m~ κόφτρα ουσιαστικό θηλυκό femminile di [κόπτης] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |