Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκοφτός
επίθετο 1 taglia`to, tronco 2 (fig) brusco, reci`so, secco μoυ απάντησε μ' ένα κοφτό όχι == mi ha risposto con un no reciso; mi ha risposto seccamente di no | ορθά κοφτά == chiaro e tondo, senza tanti giri di parole permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |