Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κοφτήριο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 nego`zio ~m~/loca`le ~m~ in cui pe`lano i clie`nti
2 minie`ra ~f~ d'oro, nego`zio ~m~ che fa molti soldi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κοφ§τε§ρό§τε§ρος κόφτης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---