Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κόψιμο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 taglio ~m~, il taglia`re το κόψιμo της γαμήλιας τούρτας == il taglio della torta nuziale
2 taglio ~m~, feri`ta ~f~ είχε ένα βαθύ κόψιμo στη γάμπα == aveva un taglio profondo sulla gamba
3 di capo di abbigliamento taglio ~m~ κλασικό κόψιμo == taglio classico
4 ((popolare)) co`lica ~f~ intestina`le, mal ~m~ di pa`ncia, diarre`a ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κοψίδι κοψομεσιάζομαι  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το κόψιμο των μαλλιών = taglio [αρσ.] di capelli


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---