Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κραγιόν  
ουσιαστικό ουδέτερο

cosmetica rosse`tto ~m~ βάζω κραγιόν == mettersi il rossetto

κραγιόνι
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [κραγιόν]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κράββη κραγμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---