Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κράζω  
ρήμα αμετάβατο

1 di uccelli gracchia`re, stri`dere
2 di persona grida`re έκραξε απελπισμένα == gridò disperatamente

κράζω
ρήμα μεταβατικό

1 ((popolare)) chiama`re σύρε να κράξεις τη μαμή! == corri a chiamare la levatrice!
2 (fig) grida`re in segno di disapprovazio`ne, disapprova`re, fischia`re το κοινό έκραξε το σκηνοθέτη == il pubblico ha fischiato il regista

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κραδασμός κραιπάλη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---