Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκραδασμός
ουσιαστικό αρσενικό vibrazio`ne ~f~, scossa ~f~ κραδασμoί αυτoκινήτου == vibrazioni di un'automobile permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |