Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κουφά
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [κόφα]

κόφα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 cane`stro ~m~, corbe`llo ~m~
2 marineria coffa ~f~
3 ((volgare)) baldra`cca ~f~, putta`na ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κουτσοχέρης κουφαίνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---