Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκουφάλα
ουσιαστικό θηλυκό 1 di tronco d'albero cavità ~f~, cavo ~m~ 2 di dente cariato cavità 3 ((volgare)) baga`scia ~f~, putta`na ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |