Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κουτσουρεμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [κουτσουρεύω]
2 monco
3 mutila`to
4 mu`tilo
5 tronca`to
6 tronco

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κουτσούρεμα κουτσουρεύω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---