Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκεραυνός
ουσιαστικό αρσενικό fu`lmine ~m~, fo`lgore ~f~ έπεσε κεραυνός == è caduto un fulmine+++κεραυνός εν αιθρία == un fulmine a ciel sereno permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |