Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκεραυνοβολώ
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο fulmina`re, folgora`re ((anche in senso figurato)) τον κεραυνοβόλησε με τo βλέμμα == lo fulminò con uno sguardo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |