Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκέρδος
ουσιαστικό ουδέτερο 1 guada`gno ~m~, lucro ~m~, profi`tto ~m~, u`tile ~m~ καθαρά κέρδη == guadagno netto | μικτά κέρδη == guadagno lordo | συμμετέχω στα κέρδη μιας επιχείρησης == partecipare agli utili di un'impresa 2 benefi`cio ~m~, vanta`ggio ~m~, profi`tto ~m~ ήταν μεγάλο κέρδος για μένα να παρακoλoυθήσω τα μαθήματά του == mi è stato di grande profitto seguire le sue lezioni permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαμε σκοπό το κέρδος = a scopo di lucro Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |