Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κερί  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 cera ~f~ d'api
2 cera ~f~ αγνό κερί == cera vergine
3 cero ~m~, cande`la ~f~ ανάβω ένα κερί == accendere una candela | βαστάει κερί == regge il moccolo | λιώνει σαν τo κερί == si strugge, si consuma come una candela

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κερήθρα κέρινος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---