Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκερδίζω
ρήμα αμετάβατο 1 guadagna`rci, far miglio`r figu`ra κερδίζει πολύ με τα ψηλά τακούνια == ci guadagna molto con i tacchi alti 2 vi`ncere κέρδισε σε διαγωνισμό ομορφιάς == ha vinto un concorso di bellezza | κερδίζω στα χαρτιά == vincere alle carte κερδίζω ρήμα μεταβατικό 1 guadagna`re, guadagna`rsi, lucra`re κερδίζει τρία εκατομμύρια δραχμές τo χρόνο == guadagna tre milioni di dracme all'anno | κερδίζω τα προς τo ζην == guadagnarsi da vivere 2 vi`ncere κέρδισε τον πρώτο λαχνό == ha vinto il primo premio della lotteria | τo κόμμα μας κέρδισε τις εκλογές == il nostro partito ha vinto le elezioni | κερδίζω υπoτροφία == vincere una borsa di studio | κερδίζω ένα στοίχημα == vincere una scommessa 3 (fig) guadagna`re, guadagna`rsi κέρδισε την εμπιστοσύνη μου == si è guadagnato la mia fiducia | οι ιδέες του κερδίζούν έδαφος == le sue idee guadagnano terreno permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |