Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κεραυνοβόλος  
επίθετο

fulmi`neo, fulmina`nte κεραυνοβόλος επίθεση == attacco fulmineo | κεραυνοβόλος επέμβαση == intervento fulmineo+++κεραυνoβόλoς έρωτας == colpo di fulmine

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κεραυνοβολημένος κεραυνοβολώ  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο κεραυνοβόλος έρωτας = colpo [αρσ.] di fulmine


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---