Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καζαντίζω  
ρήμα αμετάβατο

((popolare)) arricchi`rsi, fare fortu`na πήγε στα ξένα για να καζαντίσει == è emigrato per far fortuna

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καζάντι καζαντισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---