Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κα§ημένος  
επίθετο

po`vero, povero disgrazia`to τη λυπήθηκα την καημένη τη γριούλα == quella povera vecchietta mi ha fatto proprio pena

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κάημα κα§ημενούλης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---