Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαθαίρεση
ουσιαστικό θηλυκό degradazio`ne ~f~, deposizio`ne το στρατοδικείο αποφάσισε την καθαίρεση του ταγματάρχη == il tribunale militare decise la degradazione del maggiore 2 (Edil) demolizione, abbattimento καθαιρώ v tr 1 degradare, deporre 2 (Edil) demolire, abbattere permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |