Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαθαρευουσιάνα
ουσιαστικό θηλυκό femminile di [καθαρευουσιάνος] καθαρευουσιάνος ουσιαστικό αρσενικό sostenito`re ~m~ della katarevousa permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |