Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καθαριστής  
ουσιαστικό αρσενικό

adde`tto ~m~ alle pulizi`e, pulito`re ~m~ η καθαρίστρια έρχεται τρεις φορές την εβδομάδα == la donna delle pulizie viene tre volte alla settimana

καθαρίστρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [καθαριστής]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καθαριστήριο καθαριστικό  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---