Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καθάρισμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 pulitu`ra ~f~, pulizi`a ~f~ το καθάρισμα των τζαμιών == la pulitura dei vetri | στεγνό καθάρισμα == lavatura a secco
2 mondatu`ra ~f~, sbucciatu`ra ~f~, sgusciatu`ra ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καθάρισις καθαρισμένος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το στεγνό καθάρισμα = lavaggio [αρσ.] a secco || καθαρίζω με στεγνό καθάρισμα = lavare a secco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---