Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καθαριότης
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica per [καθαριότητα]

καθαριότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

pulizi`a ~f~, nette`zza ~f~ υπηρεσία καθαριότητας του δήμoυ == nettezza urbana

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καθάριος καθάρισις  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---