Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καθαρισμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [καθαρίζω]
2 epura`to
3 purga`to
4 purifica`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καθάρισμα καθαρισμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---