Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαθαρεύουσα
ουσιαστικό θηλυκό linguistica katarevousa, il greco purifica`to (li`ngua artificia`le, crea`ta dai puri`sti all'ini`zio del 19e`simο se`colo, purifica`ta da influe`nze stranie`re e popola`ri) permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |