Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαθαγιασμός
ουσιαστικό αρσενικό ecclesiastico consacrazio`ne ~f~, benedizio`ne ~f~ o καθαγιασμός των τιμίων δώρων == la consacrazione del pane e del vino | o καθαγιασμός των υδάτων == la benedizione delle acque permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |