Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκα§ημός
ουσιαστικό αρσενικό 1 dolo`re ~m~, dispiace`re ~m~, pena ~f~ πέθανε από τον καημό της == è morta dal dolore | οι καημοί του έρωτα == le pene dell'amore 2 struggime`nto ~m~, deside`rio ~m~ ardente καημό τo 'χε να δει τo γιο της γιατρό == era suo ardente desiderio che il figlio diventasse medico | τo είχε κρυφό καημό να παντρέψει την κόρη της == era un suo segreto desiderio di maritare la figlia | καημό το 'χω να με καταλάβεις έστω μία φορά! == come vorrei che tu mi capissi almeno una volta! permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |