Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καζάντι  
ουσιαστικό ουδέτερο

((specialmente al plurale)) ((popolare)) guada`gno ~m~, u`tile ~m~ άνοιξε δική του δουλειά, και να τα καζάντια του! == bel guadagno ci ha fatto a mettersi in proprio!

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καζανόβας καζαντίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---